πείθω

πείθω
+ V 6-24-60-42-52=184 Lv 25,18.19; Dt 28,52; 32,37; 33,12
A: to persuade [τινα] 1 Sm 24,8; to exhort, to encourage [τινα +inf.] 4 Mc 16,24
M/P: to listen to, to obey 4 Mc 12,5; id. [τινι] TobS 10,7; to consent Est 4,4; to believe [τι] TobBA 14,4
πέποιθα to trust, to rely on [abs.] Ru 2,12; id. [τι] 2 Kgs 18,19; to trust that [ὅτι +ind.] Jb 31,21; to trust in [ἐπί τι] 2 Chr 32,10; id. [ἐπί τινα] 2 Kgs 18,21; id. [ἐπί τινι] Dt 28,52; id. [τινι] 2 Kgs 18,20; id. [ἔν τινι] Jdt 2,5; πεποιθώς being confident Lv 25,18
Cf. HELBING 1928, 203; SPICQ 1982, 534-547; →NIDNTT; TWNT
(→ἀναπείθω, μεταπείθω, συμπείθω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πειθῶ — Πειθώ Persuasion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πειθώ Persuasion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθῶ — Πειθώ Persuasion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πειθώ Persuasion fem acc sg πειθός masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — persuade pres subj act 1st sg πείθω persuade pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — πείθω, έπεισα βλ. πίν. 37 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Πειθώ — Persuasion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθώ — Persuasion fem nom sg πειθός masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πειθώ — η η πειστική δύναμη του λόγου: Η καλύτερη συμφωνία γίνεται με την πειθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πείθω — έπεισα, πείστηκα, πεπεισμένος, κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου: Κατόρθωσα να πείσω τους γονείς μου να με στείλουν στην εκδρομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειθῷ — πειθός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”